-
1 причинный
επ., βρ: -чинен, -чинна, -чинно.1. αιτιώδης, αιτιατός•-ая связь явлений η αιτιώδης σχέση των φαινομένων ή αιτιοκρατία των φαινομένων.
2. (γρα.μμ.) αιτιολογικός•причинныйые придаточные предложения δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις•причинный союз αιτιολογικός σύνδεσμος.
3. ένοχος• συμμέτοχος•я (к) этому делу не -нен σ αυτή την υπόθεση είμαι αμέτοχος.
-
2 ἔνειμι
ἔνειμι (εἰμί,A sum), [ per.] 3sg. and pl. ἔνι freq. for ἔνεστι, ἔνεισι (v. infr.): inf.ἐνεῖμεν IG22.1126.24
(Amphict.Delph.): [ per.] 3sg. ἔνι freq.for [tense] fut. ἐνέσομαι :—to be in,ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστι Od.10.45
; ἔνι (for ἔνεστι)κήδεα θυμῷ Il.18.53
;ἔνι τοι φρένες οὐδ' ἠβαιαί Od.21.288
;εἰ.. χάλκεον.. μοι ἦτορ ἐνείη Il.2.490
; εἴ τι ἐνέοι (sc. τοῖς χρησμοῖσι) Hdt.7.6; ; τοῖς λόγοις ἔ. κέρδος ib. 370;πόλλ' ἔ. τῷ γήρᾳ κακά Ar.V. 441
;πλήθη, ἐν οἷς τὸ ἓν οὐκ ἔνι Pl.Prm. 158c
;στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; ;ἐνῆν ἄρ'.. κἀν οἴνῳ λόγος Amphis 41
; :ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς Pl.Phd. 77e
; alsoἐν τοῖσιν οὔρεσι δένδρεα ἔνι ἄγρια Hecat.292
J.;ἐν [ὄρει] ἔνι μέταλλα Hdt.7.112
; , etc.b c. dat. pl., to be among, Thgn.1135, Hdt.3.81, al.;οὐκ ἔνι ἐν ὑμῖν οὐδεὶς σοφός 1 Ep.Cor.6.5
.c c. Adv.loci,οἴκοι ἔνεστι γόος Il.24.240
; ἔνεστιν αὐτόθι is in this very place, Ar.Eq. 119; , etc.2 abs., to be present in a place,οἶνος ἐνέην Od.9.164
; οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες ib. 126;οὐδ' ἔνι στάσις A.Pers. 738
(troch.);Ἄρης οὐκ ἔνι χώρᾳ Id.Ag.78
(anap.); σίτου οὐκ ἐνόντος as there was no corn there, Th.4.8; τὰ ἐνόντα ἀγαθά the good that is therein, ib.20; ἱερῶν τῶν ἐνόντων the temples that were in the place, ib.97;ἀμέλειά τις ἐνῆν καὶ διατριβή Id.5.38
;πόλεμος οὐκ ἐνῆν Pl.Plt. 271e
; .l.c.; also, to be mentioned in a treaty, Th.8.43, cf. Ar.Av. 974; χρόνος ἐνέσται time will be necessary, Th.1.80; ἡ βὴξ ἔνι the cough is persistent, Hp.Epid.7.12.II to be possible,ἄρνησις οὐκ ἔ. ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
;τῶνδ' ἄρνησις οὐκ ἔ. μοι Id.El. 527
; τίς δ' ἔνεστί μοι λόγος; what plea is possible for me [to make]? E.IT 998;οὐκ ἐνῆν πρόφασις X.Cyr.2.1.25
;οὐκ ἐνέσται αὐτῷ λόγος οὐδὲ εἷς D.21.41
;εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Id.18.190
;ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἔτ' ἀποστροφῆς Id.24.9
.2 impers., c. dat. pers. et inf., it is in one's power, S.Tr. 296, Ant. 213, etc.: c. inf. only,οὔκουν ἔ. καὶ μεταγνῶναι; Id.Ph. 1270
; ;πῶς ἔ. ἢ πῶς δυνατόν; Id.57.24
, etc.; οὐκ ἔνεστι it is not possible, Anaxil.22.7; ὃ μὴ νεώς γε τῆς ἐμῆς ἔνι which it is not possible [to get] from my ship, S.Ph. 648 (sed leg. ἔπι): ἔνι is freq. in this sense, ἃ δὲ ἔνι [λέγειν] D.2.4;δι' ὀργήν γ' ἔνι φῆσαι πεποιηκέναι Id.21.41
; ὡς ἔνι ἥδιστα in the pleasantest way possible, X. Mem.4.5.9, cf. 3.8.4;ὡς ἔνι μάλιστα Plb.21.4.14
, Ph.1.465, Luc. Prom.6, Jul.Or.7.218c: [tense] impf.,ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc.Tyr.17
.b ἔνεστιν ὑμᾶς εἰδέναι it is relevant, pertinent, BGU486.12 (ii A.D.).3 part. ἐνόν, abs., ἐνὸν αὐτοῖς σώζεσθαι since it was in them, was possible for them, Hdn.8.3.2, cf. Luc.Anach.9.4 τὰ ἐνόντα all things possible: τὸ πλῆθος τῶν ἐ. εἰπεῖν the possible materials for a speech, Isoc. 5.110, cf. 11.44;τῶν ἐ... ἐν τῷ πράγματι Pl.Phdr. 235b
;τῶν φαινομένων καὶ ἐ. τὰ κράτιστα ἑλέσθαι D.18.190
; ἐκ τῶν ἐ. as well as one can under the circumstances, ib.256;τὰ ἐ. καὶ τὰ ἁρμόττοντα Arist.Po. 1450b5
: in sg.,πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων Th.4.59
. -
3 стихийный
επ. βρ: -хйен, -хиина, -хийно.1. του στοιχείου της φύσης•-ое бедствие θεομηνία.
|| έμφυτος, ενυπάρχων•стихийный закон φυσικός νόμος (των φαινομένων).
|| ισχυρός, δυνατός (όπως των στοχείων).2. αυθόρμητος•характер экономических законов ο αυθόρμητος χαρακτήρας των οικονομικών νόμων•
-ое развитие рабочего движения αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος•
стихийный характер крестьян ских восстаний ο αυθόρμητος χαρακτήρας των αγροτικών εξεγέρσεων.
-
4 ποίκιλμα
2 embroidery,ὃς [πέπλος] κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν Il.6.294
; ποικίλμασι κεκόσμηται [ἡ οἰκία] with various ornaments, X. Oec.9.2;ὁ πέπλος μεστὸς τῶν.. π. Pl.Euthphr.6c
;τὰ π. καὶ τὰ ζωγραφήματα καὶ τὰ πλάσματα Id.Hp.Ma. 298a
; of the stars in heaven, Id.R. 529c;οὐρανοῦ δέμας Χρόνου καλὸν π. CritiasFr.25.34D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποίκιλμα
-
5 φαίνω
φαίνω (Hom.+) fut. 3 pl. φανοῦσιν Da 12:3; 1 aor. ἔφανα (B-D-F §72; Mlt-H. 214f), subj. 3 sg. φάνῃ Rv 8:12; 18:23; 2 pf. πέφηνα (Tat.). Mid.: aor. subj. 3 sg. φάνηται (Just., A I, 7, 4). Pass.: impf. ἐφαινόμην; 2 fut. φανήσομαι (2 Macc 6:27; s. B-D-F §79; Mlt-H. 262; the older φανοῦμαι only in the LXX—quot. 1 Pt 4:18); 2 aor. ἐφάνην; pf. 3 sg. πέφανται and inf. πέφανθαι (Just.)① to shine or to produce light, shineⓐ as act., exc. for GJs 16:2 v.l. (s. deStrycker ad loc.), in our lit. only intr. shine, give light, be bright (Aristoph., Nub. 586 of the sun; Pla., Tim. 39b; Theocr. 2, 11 of the moon; Gen 1:15, 17; En 104:2; 2; TestJob 31:5 of stars; SibOr 5, 522; 8, 203) sun Rv 1:16. Sun and moon 21:23 (ApcMos 31); moon PtK 2 p. 14, 27; Dg 7:2. A lamp (1 Macc 4:50) 2 Pt 1:19; in imagery J 5:35 (in a comparison Theoph. Ant. 2, 13 [p. 134, 4]). Light Rv 18:23 (φάνῃ modern edd.; φανῇ t.r.) in imagery J 1:5; 1J 2:8. Day and night shine, in so far as the sun, or moon and stars give their light Rv 8:12 (text φάνῃ; v.l. φανῇ). φαίνοντος ἤδη τοῦ ὄρθρου AcPl Ha 4, 3 (s. ὄρθρος).—Of the brightness of a heavenly messenger AcPl Ha 3, 28; 31; 36.ⓑ pass., in act. sense, of light and its sources shine, flash (Is 60:2) ἐφάνη φῶς μέγα ἐν τῷ σπηλαίῳ GJs 19:2 (JosAs 14:3 φῶς ἀνεκλάλητον) of stars, in imagery Phil 2:15 (TestJob 31:5). Of lightning as a portent (X., Cyr. 1, 6, 1) Mt 24:27. Of light Rv 18:23 (v.l. φανῇ). Of a star appear Mt 2:7 (FBoll, ZNW 18, 1918, 45f); GJs 21:2 codd. Of the day (Appian, Iber. 35 §143 φαινομένης ἡμέρας) Rv 8:12.② to become visible, appear, pass. φαίνομαι w. act./intr. senseⓐ appear, be or become visible, be revealed τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια Mt 13:26 (cp. 2 Macc 1:33 τό ὕδωρ ἐφάνη). τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων 2 Cl 16:3. τό σημεῖον τοῦ υἱοῦ τ. ἀνθρώπου Mt 24:30. Cp. D 16:6. ἀτμὶς φαινομένη (opp. ἀφανιζομένη) Js 4:14. Cp. Hv 3, 2, 6a. ὁ ἀσεβὴς ποῦ φανεῖται; what will become of the godless man? 1 Pt 4:18 (Pr 11:31). οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως nothing like this was ever seen (=happened) Mt 9:33. τὸ φαινόμενον that which is visible (Philo, Rer. Div. Her. 270) IRo 3:3a. τὰ φαινόμενά σου εἰς πρόσωπον whatever is visible before your face (opp. τὰ ἀόρατα) IPol 2:2. φαινόμενα things which appear Hb 11:3 (Ar. 1, 5 πάντων τῶν φαινομένων; Ath. 5, 2; cp. Sext. Emp., Hypotyp. 1, 138). Ign. explains: I will be a real believer ὅταν κόσμῳ μὴ φαίνωμαι when I am no longer visibly present in the world (because I have been devoured by the wild beasts) IRo 3:2. A play on words is meant to make this clear: Christ also, through the fact that he is ἐν πατρί and hence no longer visibly present in the world, μᾶλλον φαίνεται is all the more plainly visible as that which he really is, i.e. ὁ θεὸς ἡμῶν 3:3b. τ̣ὸ̣ [τέλο]ς (or: τ̣ε̣[λο]ς) τῶν φαινο[μέ]νων (opp. ἀφανῶν) light of things seen Ox 1081, 29f (rev. rdg.; s. διέρχομαι 1bβ); ἡ πίστ[ις] εὑρ[ετ]έ̣ [α] ἡ φαινομένη τοῦ ἀ.[ … ι]κ̣οῦ πατρός 32–34 (s. ἀπατρικός, but also ἀγέννητος, the preferred restoration being ἀγ[εννή]τ̣ου on the basis of the Coptic).ⓑ make one’s appearance, show oneself (Diod S 4, 6, 5 θεὸν φαίνεσθαι παρʼ ἀνθρώποις; 5, 2, 4 [divinity]; Chariton 5, 7, 10 φάνηθι, δαῖμον ἀγαθέ; Sb 8141, 24 [ins I B.C.] δαίμονος τοῦ ἀγαθοῦ υἱὸς … ἐφάνη; ParJer 7:20 θεὸς … ἐφάνη ἡμῖν διὰ τοῦ αἰέτου τούτου; SibOr 5, 152; Just., A I, 63, 10; ἐφάνη ὁ θεὸς … ἄλλως ἄλλοις Iren. 1, 10, 3 [Harv. I, 95, 9]; Did., Gen. 225, 13; τοῦ Ἰησοῦ … φαινομένου Just., D. 88, 8) Hv 1, 4, 3. Elijah (Jos., Ant. 8, 319) ἐφάνη has made his appearance (as forerunner of God’s kingdom, Mal 3:22. Some people consider that Jesus is Elijah come again) Lk 9:8. ἕως ἐφάνη βρέφος until the child (Jesus) appeared (in ref. to his birth in a cave) GJs 19:2. Of the first advent of Jesus Christ, who comes from outside our world B 14:5; IMg 6:1; Dg 11:2; also w. dat. (X., Cyr. 1, 6, 43; Lucian, Dial. Deor. 20, 5; Ael. Aristid. 51, 25 K.=27 p. 540 D.: ἡ θεὸς ἐφάνη μοι) κόσμῳ 11:3. Of the risen Lord, w. dat. Mk 16:9 (Just., D. 67, 7) τοῖς ἀποστόλοις. Of an angel, w. dat. (2 Macc 3:33; 10:29) Mt 1:20 (GJs 14:2); 2:13, 19 (cp. Alcaeus L-P. [schol. on Nicander, Ther. 613 p. 48 Keil]: φανῆναι τὸν Ἀπόλλωνα καθʼ ὕπνους; Jos., C. Ap. 1, 289 κατὰ τοὺς ὕπνους ἡ ῏Ισις ἐφάνη τῷ Ἀ., Ant. 7, 147; 8, 196). ὄπως φανῶσιν τοῖς ἀνθρώποις in order to be seen by people Mt 6:5; w. ptc. to denote the role that one plays before people (Hyperid., Fgm. 70, 1; Lucian, Dial. Deor. 4, 1; Ael. Aristid. 47 p. 428 D.) νηστεύοντες as fasting vs. 16; cp. 18 (B-D-F §414, 3).—Of the Antichrist φανήσεται ὡς υἱὸς θεοῦ he will appear (in the same way) as a son of God D 16:4.—Of earthly persons: ὅπου ἄν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τὸ πλῆθος ἔστω ISm 8:2. Of participation in a meeting διὰ τί οὐκ ἐφάνης τῇ συνόδῳ ἡμῶν GJs 15:1. Παῦλος φανεῖς πᾶσι εἶπεν Paul showed himself (after his martyrdom) to all and said AcPl Ha 11, 5.③ to become known, be recognized, be apparent, be revealed, pass. φαίνομαι w. act./intr. senseⓐ w. predicate nom. εἰ ἦσαν, ἐφαίνοντο ἂν κλάδοι τοῦ σταυροῦ if they (the bogus teachers) actually were (God’s planting), they would appear as branches of the cross ITr 11:2. οὐ φαίνονται they are not apparent Hs 3:2ab, 3ab. ἡ ἁμαρτία ἵνα φανῇ ἁμαρτία in order that sin might be recognized as sin Ro 7:13.ⓑ appear to the eyes of the spirit, be revealed ὅπερ καὶ φανήσεται πρὸ προσώπου ἡμῶν, ἐξ ὧν ἀγαπῶμεν αὐτόν which also will be revealed before our face by the fact that we love (the Lord) IEph 15:3.④ to be known by appearance as opposed to underlying reality, appear as someth., appear to be someth., pass. φαίνομαι w. act./intr. sense made more definite by a predicate nom. (X., Cyr. 1, 4, 19; Cebes 5, 1; Arrian, Anab. 4, 30, 4 πιστὸς ἐφαίνετο=he showed himself to be trustworthy; TestReub 5:7; Iren. 5, 1, 2 [Harv. II 315, 5]; Theoph. Ant. 3, 7 [p. 218, 5]) φαίνονται ὡραῖοι Mt 23:27. ἵνα ἡμεῖς δόκιμοι φανῶμεν 2 Cor 13:7. W. dat. of pers. appear to someone as someth. (Lucian, Dial. Mort. 25, 1; TestAbr A 20 p. 103, 7 [Stone p. 54]) φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι Mt 23:28 (cp. Pr 21:2). W. ἐνώπιόν τινος instead of the dat.: ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα ταῦτα Lk 24:11.—Foll. by ὡς look as if (TestJos 3:4) Hv 3, 2, 6b; Hs 9, 9, 7.⑤ to make an impression on the mind, have the appearance, seem, freq. w. focus on aspect of decision evoked by circumstance; pass. φαίνομαι w. act./intr. sense, w. dat. and inf. (Hom. et al.) οἱ τοιοῦτοι οὐκ εὐσυνείδητοί μοι εἶναι φαίνονται IMg 4. W. dat. and ptc. φαίνεσθέ μοι κατὰ ἀνθρώπους ζῶντες ITr 2:1. τί ὑμῖν φαίνεται; how does it seem to you? what is your decision? Mk 14:64. ἐάν σοι φανῇ if it seems good to you Hv 2, 3, 4 (acc. to CTurner, JTS 21, 1920, 198, a Latinism: si tibi videtur. Cp. POxy 811 [I A.D.] εἴ σοι φαίνεται). Without a dat. (Jos., C. Ap. 1, 12; Just., D. 91, 4) οὐδὲν φαίνεται κεκομμένον ἀπʼ αὐτοῦ nothing seems to have been cut from it (the tree) or apparently nothing has been cut from it (cp. Aristoxenus, Fgm. 83 φαίνεται Ὄλυμπος αὐξήσας μουσικήν=O. has apparently enriched music) Hs 8, 3, 1 (φαίνεται w. acc. and inf. Demetrius: 722 Fgm. 5 Jac.).—B. 1045f.—DELG. M-M. EDNT. TW. Sv. -
6 связь
-и, προθτ. о связи, в связиκ. в связи θ.1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•
торговые связи εμπορικές σχέσεις•
хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•
αλληλοσύνδεση•установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•
причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•
взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•
логическая связь λογική σχέση.
|| αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.
2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•нравственная связь ηθικός δεσμός•
она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•
поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•
прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•
дружеская связь φιλικός δεσμός•
пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).
3. επικοινωνία•телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•
средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•
связь с городом επικοινωνία με την πόλη.
4. ένωση, κόλλημα•связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.
5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.εκφρ.в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•в -й – με την ευκαιρία. -
7 тождественность
κ. тожественность-и θ.ταυτότητα, το ταυτόσημο, πανομοιότητα•тождественность выводов ταυτότητα (πλήρης σύμπτωση) των συμπερασμάτων•
тождественность явлений πανομοιότητα των φαινομένων.
-
8 εὐθύνω
A guide straight, direct, ;εὐ. ἡνίας Ar.Av. 1739
(lyr.); [ ἅρματα] Isoc.1.32; εὐ. δόρυ steer the bark straight, E.Cyc.15;εὐ. πλάτην Id.Hec.39
; the helmsman,Ep.Jac.
3.4; εὐ. ἀγέλας lead or drive them, X.Cyr.1.1.2; εὐ. χερσί manage, guide him, S.Aj. 542;εὐ. πόδα E.Heracl. 728
, etc.2 metaph., direct, govern,Κύρου δὲ παῖς.. ηὔθυνε στρατόν A.Pers. 773
;πᾶσαν εὐθύνων πόλιν S.Ant. 178
, cf. 1164, E.Hec.9, Pl.Min. 320d.3 make straight, straighten, opp.κάμπτειν, πτέρυγας Arist.IA 709b10
:— [voice] Pass., Id.Mete. 385b32.II make or put straight, εὐ. δίκας σκολιάς make crooked judgements straight, Sol.4.37;εὐ. λαοῖς δίκας Pi.P.4.153
; εὐ. οὖρον send a straight fair wind, Id.O.13.28;εὐ. ὄλβον Id.P. 1.46
;ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον.. εὐ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Pl.Prt. 325d
, cf. 326e.III examine the conduct of an official, Id.Plt. 299a;εὐ. τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1271a6
, 1274a17, al.:—[voice] Pass., c. gen., -όμενος τῆς ἐφορείας Id.Rh. 1419a31
.2 c. gen. criminis, call to account for..,τινα κλοπῆς Plu.Cic.9
:—[voice] Pass., τῶν ἀδικημάτων ηὐθύνθη Th.1.95; οἱ -όμενοι the culprits, Mitteis Chr. 31 iii 10 (ii B.C.), cf. Notiz.Arch.4.21 (Cyrene, i B.C.): c. dat.,εὐ. φόνῳ PTeb.14.4
(ii B.C.); to be mulcted, punished,ἐπί τινι D.C.Fr.90
, al.: abs., IG12.41.6; ἑκατὸν δραχμῆσι ib.4.15, al.3 generally, refute or censure,τοὺς λόγους τινός Phld.Piet.67
;τὴν Φιλίστου διάλεκτον Plu.Nic.1
:—[voice] Pass., to be refuted,δι' αὐτῶν τῶν φαινομένων Phld.Sign.30
, cf. Plot.3.6.13; but also, to be critically examined, Id.4.6.13. -
9 единичность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единичность
-
10 единичность
-и θ.σπανιότητα, μοναδικότητα•единичность явлений η μοναδικότητα των φαινομενών.
-
11 закономерность
-и θ.νομοτέλεια•закономерность явло-ний νομοτέλεια των φαινομένων.
-
12 многообразие
-я ουδ.πολυμορφία, ποικιλομορφία•многообразие жизни πολυμορφία ζωής•
многообразие явлений ποικιλομορφία των φαινομένων.
-
13 познать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. познанный, βρ: -нан, -а, -оγνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι• εισδύω διανοητικά•познать сущность явлений γνωρίζω την ουσία των φαινομένων•
познать законы развития природы и общества γνωρίζω τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας.
|| δοκιμάζω•познать друга в несчастье γνωρίζω το φίλο στη δυστυχία.
|| υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, υφίσταμαι. -
14 синтез
-а α.1. σύνθεση•синтез явлений (φιλοσ.) σύνθεση των φαινομένων (αντώνυμο της ανάλυσης).
|| ένωση, γενίκευση.2. (χημ.) ένωση•синтез органических веществ σύνθεση οργανικών ουσιών.
-
15 сродство
-а ουδ.(γραπ. λόγος) συγγένεια•сродство явлений συγγένεια των φαινομένων•
химическое сродство χημική συγγένεια.
-
16 типический
επ.1. τυπικός•типический образ τυπική μορφή (πρόσωπο) έργου•
-ое обобщение явлений τυπική γενίκευση των φαινομένων.
2. βλ. типичный (1, 2 σημ.). -
17 фихтеанский
επ.φιχτεϊστικός•фихтеанский взгляд на явлении φιχτείστική άποψη των φαινομένων.
-
18 хронографический
επ.χρονογραφικός•-ая запись χρονογραφία των φαινομένων.
-
19 καταφορά
2 bringing down, esp. of a sword, downward stroke, Plb. 2.33.3, etc.; ἐκ καταφορᾶς cutting, opp. thrusting, Id.3.114.3; τραῦμα ἐκ κ. γεγενημένον a sword wound, Plu. Dio34.3 metaph., attack, tirade, Phld.Lib.p.48O. (pl.), cf. Hermog.Inv.4.5: c. gen., against.., Anon.in Rh.53.9.II (from [voice] Pass.) downward motion, Epicur.Nat.15.26,27; descent, fall,καταφοραὶ ὄμβρων Pl.Ax. 370c
;χαλάζης J.AJ6.5.6
;αἱ κ. πέντε, ὑετοῦ, χιόνος, δρόσου, χαλάζης, πάχνης Theol.Ar.31
; sinking, κ. ἡλίου sunset, Thphr.Vent.12, Anon.Hist.( FGrH160) p.887 J.;ἡ ἰσημερινὴ κ. Plb.3.37.5
, etc.; setting of a zodiacal sign, Ptol.Tetr. 134: pl., Longus 2.24.2 Medic., κ. κοιλίης diarrhoea, Hp.Aph. (Sp.) 7.86, cf. Ath.2.53d (pl.).b lethargic attack, Hp.Epid.3.6, cf. Plu.Aem.37 (pl.);κ. πρὸς ὕπνον Gal.9.476
;κ. πόνους παρέχουσα PHerc. 1041.2
.3 in reasoning, deduction,τὴν κ. ἐκ τῶν φαινομένων μεθοδεύειν Hp.Praec.1
.4 sloping surface, IG22.463.66, 1668.51,7.4255.16 (Oropus, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφορά
-
20 κατοπτεύω
A spy out, ὠτακουστεῖν καὶ κ. v.l. for διοπτ- in X.Cyr.8.2.10; observe closely, ἅπαντα, φύσιν ἀνθρώπων, Plb.1.4.11, D.H.Lys.7; reconnoitre, Plb.3.45.3; of a night-policeman, POxy.1033.13 (iv A.D.); visit, explore a country, Plb.34.1.8, 34.5.9;τὸν οὐράνιον χῶρον Arist.Mu. 391a10
;ἐπὶ τοῦ Πηγάσου τὸν οὐρανόν Asclep.Myrl.
ap. Sch.Il.6.155; κ. ἐς .. AP 5.122 (Phld.):—[voice] Pass., Plb.3.37.11, Str.2.4.6; to be observed, S.Aj. 829;μὴ κατοπτευθῶ παρών Id.Ph. 124
;ἐκ τῶν φαινομένων κατωπτευμένων Phld.Sign.25
.II Astrol., exert a baleful aspect, Petos. ap. Vett. Val.112.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοπτεύω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται … Dictionary of Greek
φυσιολογία — Είναι η επιστήμη των φυσιολογικών λειτουργιών των έμβιων όντων. Αντικείμενό της αποτελούν π.χ. η θρέψη, ο μεταβολισμός, η δραστηριότητα των διαφόρων συστημάτων και η εσωτερική οργάνωση των έμβιων όντων, οι αντιδράσεις στις μεταβολές του… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… … Dictionary of Greek
κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek